άθρεπτος

άθρεπτος
και άθρεφτος και άθρεφος, -η, -ο (Α ἄθρεπτος, -ον)
αυτός που δεν έχει τραφεί, ή που τράφηκε ανεπαρκώς
νεοελλ.
1. (για καρπούς και γεννήματα) αυτός που δεν ωρίμασε ή δεν αναπτύχθηκε αρκετά, άθρεφτος, ατροφικός
2. αυτός που δεν τρέφει επαρκώς, ο μη θρεπτικός («άθρεπτος τροφή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + θρεπτός < τρέφω.
ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) αθρεψία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄθρεπτοι — ἄθρεπτος ill nourished masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθρεπτικός — ή, ό [άθρεπτος] ατροφικός, ισχνός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”